希臘語

编辑

形容詞

编辑

τεχνητές (technités)

  1. τεχνητός (technitós)主格複數陰性形式。
  2. τεχνητός (technitós)賓格複數陰性形式。
  3. τεχνητός (technitós)呼格複數陰性形式。