首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ωράριο
语言
监视本页
编辑
希臘語
编辑
名詞
编辑
ωράριο
(
orário
)
n
(复数
ωράρια
)
日程表
,
工作
時間表
變格
编辑
ωράριο的變格
單數
複數
主格
ωράριο
•
ωράρια
•
屬格
ωραρίου
•
ωραρίων
•
賓格
ωράριο
•
ωράρια
•
呼格
ωράριο
•
ωράρια
•