Νεοζηλανδός

希臘語 编辑

名詞 编辑

Νεοζηλανδός (Neozilandósm (复数 Νεοζηλανδοί,阴性 Νεοζηλανδή Νεοζηλανδέζα)

  1. 新西蘭/紐西蘭人(多指男性)

變格 编辑

相關詞彙 编辑