參見:πέμπτη

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自通用希臘語 Πέμπτη (Pémptē),源自πέμπτος (pémptos, 第五),省略後帶的名詞ἡμέρα (hēméra, 日,天):原義為“星期六後的第五天”。[1]

發音

编辑

名詞

编辑

Πέμπτη (Pémptif (复数 Πέμπτες)

  1. 星期四週四

變格

编辑

同類詞彙

编辑
ημέρες της εβδομάδας f  (iméres tis evdomádas, 一週各天)

相關詞彙

编辑

派生詞

编辑

參考資料

编辑
  1. Πέμπτη in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.