參見:τρίτη

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自τρίτος (trítos, 第三)

名詞

编辑

Τρίτη (Trítif (复数 Τρίτες)

  1. 星期二週二

變格

编辑

同類詞彙

编辑
ημέρες της εβδομάδας f  (iméres tis evdomádas, 一週各天)

相關詞彙

编辑