άγιος
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑- 國際音標(幫助): /ˈa.ʝi.os/ (正式發音,更多用於名詞)
(三音節)音頻: (檔案) - 斷字:ά‧γι‧ος
- 國際音標(幫助): /ˈa.ʝos/ (常用發音)
(兩音節,有音節縮合)音頻: (檔案) - 斷字:ά‧γιος
形容詞
编辑άγιος (ágios) m (陰性 αγία 或 άγια,中性 άγιο)
變格
编辑 άγιος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | άγιος • | άγια • / αγία • | άγιο • | άγιοι • | άγιες • | άγια • |
屬格 | άγιου • / αγίου • | άγιας • / αγίας • | άγιου • / αγίου • | άγιων • / αγίων • | άγιων • / αγίων • | άγιων • / αγίων • |
賓格 | άγιο • | άγια • / αγία • | άγιο • | άγιους • / αγίους • | άγιες • | άγια • |
呼格 | άγιε • | άγια • / αγία • | άγιο • | άγιοι • | άγιες • | άγια • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο άγιος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο άγιος) | |||||
注釋 | 陰性複數 αγίες 自17世紀以後較常用,可能受古賓格複數 τὰς ἁγίας 的影響。 |
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | αγιότερος • | αγιότερη • | αγιότερο • | αγιότεροι • | αγιότερες • | αγιότερα • |
屬格 | αγιότερου • | αγιότερης • | αγιότερου • | αγιότερων • | αγιότερων • | αγιότερων • |
賓格 | αγιότερο • | αγιότερη • | αγιότερο • | αγιότερους • | αγιότερες • | αγιότερα • |
呼格 | αγιότερε • | αγιότερη • | αγιότερο • | αγιότεροι • | αγιότερες • | αγιότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο αγιότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | αγιότατος • | αγιότατη • | αγιότατο • | αγιότατοι • | αγιότατες • | αγιότατα • |
屬格 | αγιότατου • | αγιότατης • | αγιότατου • | αγιότατων • | αγιότατων • | αγιότατων • |
賓格 | αγιότατο • | αγιότατη • | αγιότατο • | αγιότατους • | αγιότατες • | αγιότατα • |
呼格 | αγιότατε • | αγιότατη • | αγιότατο • | αγιότατοι • | αγιότατες • | αγιότατα • |
近義詞
编辑派生詞
编辑- αϊ- m (aï-, “聖”) (用於男聖人)
- Αϊ- m (Aï-, “聖”) (用於教堂名及地名)
- αγια- f (agia-, “聖”) (用於女聖人)
- Αγια- f (Agia-, “聖”) (用於教堂名及地名)
- αγιο- (agio-, “神聖”, 前綴)
短語
- γιορτάζει ο άγιος, η αγία (giortázei o ágios, i agía)
- γιορτή αγίου, αγίας (giortí agíou, agías)
- εορτάζει ο άγιος, η αγία (eortázei o ágios, i agía)
- θαυματουργός άγιος (thavmatourgós ágios)
- πολιούχος άγιος, αγία (polioúchos ágios, agía)
- προστάτης άγιος (prostátis ágios)
- στρατιωτικός άγιος (stratiotikós ágios)
短語 〈宗〉,三音節發音
- Αγία Γραφή f (Agía Grafí, “聖經”)
- Άγια Δώρα n (Ágia Dóra)
- Αγία Έδρα f (Agía Édra)
- Αγία Ζώνη f (Agía Zóni)
- αγία μετάληψη f (agía metálipsi)
- Αγία Οικογένεια f (Agía Oikogéneia, “神聖家族”)
- αγία ράβδος f (agía rávdos)
- Αγία Σοφία f (Agía Sofía, “聖索菲亞[大教堂]”)
- αγία του Θεού Σοφία f (agía tou Theoú Sofía, “上帝的神聖智慧”)
- Αγία Τράπεζα f (Agía Trápeza)
- Αγία Τριάδα f (Agía Triáda, “聖三一”)
- Άγιο Πνεύμα n (Ágio Pnévma, “聖靈”)
- άγιο φως n (ágio fos)
- Άγιοι Τόποι m 複 (Ágioi Tópoi, “聖地”)
- άγιος άρτος n (ágios ártos)
- Άγιος Τάφος m (Ágios Táfos, “聖墓”)
- του αγίου Ποτέ (tou agíou Poté, “從不”, 字面意思是“在聖無人之日”)
短語,兩音節發音
- αγια- f (agia-, “聖”), Αγια- f (Agia-, “聖[用於教堂]”)
- Αγια-Σοφιά f (Agia-Sofiá, “聖索菲亞[大教堂]”)
短語,兩音節、三音節發音皆可
- δουλειά κι άγιος ο Θεός (douleiá ki ágios o Theós)
- καλά και άγια (kalá kai ágia)
- καλός και άγιος (kalós kai ágios)
- κι άγιος ο Θεός (ki ágios o Theós)
相關詞彙
编辑- άγια (ágia, “好”, 副詞)
- αγία f (agía, “聖人”)
- αγιάζω (agiázo, “祝福,祝聖”)
- άγιασμα n (ágiasma, “神聖化”)
- αγίασμα n (agíasma, “聖水”)
- αγιασματάρι n (agiasmatári, “盛聖水的鉢”)
- αγιασμός m (agiasmós, “祝福,聖水”)
- αγιαστούρα f (agiastoúra, “聖水噴杖”)
- αγιογδύτης m (agiogdýtis, “教堂竊賊”)
- αγιογδύτισσα f (agiogdýtissa, “教堂竊賊”)
- αγιογράφηση f (agiográfisi, “教堂裝飾”)
- αγιογραφία f (agiografía, “聖像”)
- αγιογραφώ (agiografó, “繪聖像”)
- αγιόκλημα n (agióklima, “忍冬”)
- αγιοποιημένος (agiopoiiménos, “封聖的”)
- αγιοσύνη f (agiosýni, “神聖”)
- αγιότητα f (agiótita, “神聖”)
- καθαγιάζω (kathagiázo)
- καθαγίαση f (kathagíasi)
- καθαγιασμός m (kathagiasmós)
- Παναγία f (Panagía), Παναγιά
- πανάγιος (panágios)
- Παναγιότατος (Panagiótatos)
- προηγιασμένος (proïgiasménos)
- τρισάγιος (triságios)
- χριστοπαναγία f (christopanagía)
名詞
编辑άγιος (ágios) m (复数 άγιοι,阴性 αγία)(中性:άγιο)
- 聖人
- Η γιαγιά μου διάβαζε βίους αγίων.
- I giagiá mou diávaze víous agíon.
- 我的奶奶過去常讀聖人生平。
- 參見:Άγιος (Ágios)
- (比喻義) 有聖人品質(如耐心、愛、虔誠)的人
- Ο δάσκαλός μου είναι ένας άγιος. Πώς με αντέχει; Κάνω συνεχώς λάθη.
- O dáskalós mou eínai énas ágios. Pós me antéchei? Káno synechós láthi.
- 我的老師真是個聖人。他怎樣忍得了我的?我老是在犯錯。
變格
编辑三音節發音。對比形容詞變格。
派生詞
编辑兩音節、三音節皆可:
短語
- είχα άγιο (eícha ágio)
- κολάζω και άγιο (kolázo kai ágio)
- μα τον άγιο (ma ton ágio)
- τα άγια των αγίων (ta ágia ton agíon)
- τον έκανα άγιο (ton ékana ágio)
諺語
- και ο άγιος φοβέρα θέλει (kai o ágios fovéra thélei)
- μην τάξεις τ' άγιου κερί (min táxeis t' ágiou kerí)
僅用於三音節發音:
- δεν δίνω του αγίου μου νερό (den díno tou agíou mou neró)
- τα άγια τοις κυσί (ta ágia tois kysí) 〈古〉
參見
编辑- αδελφόθεος m (adelfótheos)
- μάρτυρας m (mártyras)
- ιεράρχης m (ierárchis)
- ισαπόστολος m (isapóstolos)
- ομολογητής m (omologitís)
- όσιος m (ósios)
參考資料
编辑- άγιος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Dimitrakos, Dimitrios B. (1964年) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (希臘語),Athens:Hellenic Paideia
- Template:R:Babiniotis 2002