希臘語 编辑

詞源 编辑

來自中古希臘語 ἁγίασμα (hagíasma)

名詞 编辑

αγίασμα (agíasman (复数 αγιάσματα)

  1. (基督教) 聖水
    近義詞: αγιασμένο νερό (agiasméno neró)
  2. 神聖溫泉

變格 编辑

相關詞 编辑

延伸閱讀 编辑