αγίασμα
參見:άγιασμα
希臘語
編輯詞源
編輯名詞
編輯αγίασμα (agíasma) n (複數 αγιάσματα)
- (基督教) 聖水
- 近義詞:αγιασμένο νερό (agiasméno neró)
- 神聖的溫泉
變格
編輯αγίασμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αγίασμα • | αγιάσματα • |
屬格 | αγιάσματος • | αγιασμάτων • |
賓格 | αγίασμα • | αγιάσματα • |
呼格 | αγίασμα • | αγιάσματα • |
相關詞
編輯延伸閱讀
編輯- Αγιασμός在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
- αγίασμα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.