希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 ἀγγελία (angelía)

發音

编辑

名詞

编辑

αγγελία (angelíaf (复数 αγγελίες)

  1. 通告廣告 (尤指較小的廣告)
    Η αγγελία δημοσιεύεται δύο φορές στο κατάλληλο τμήμα του «The Economist».
    I angelía dimosiévetai dýo forés sto katállilo tmíma tou «The Economist».
    廣告應當在《經濟學人》的適當部分插入兩次。
  2. 信息
  3. 消息訊息
  4. (基督教) 天使報喜聖母領報

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑