αγγελιοφόρος

希臘語 编辑

其他寫法 编辑

詞源 编辑

αγγελία (angelía, 信息,訊息) +‎ -φόρος (-fóros, 攜帶者,持有者)

名詞 编辑

αγγελιοφόρος (angeliofórosm f (复数 αγγελιοφόροι)

  1. 信使通信員

變格 编辑

相關詞彙 编辑