αγγελιοφόρος
希腊语
编辑其他写法
编辑- αγγελιαφόρος (angeliafóros)
词源
编辑αγγελία (angelía, “信息,讯息”) + -φόρος (-fóros, “携带者,持有者”)
名词
编辑αγγελιοφόρος (angeliofóros) m 或 f (复数 αγγελιοφόροι)
变格
编辑αγγελιοφόρος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αγγελιοφόρος • | αγγελιοφόροι • |
属格 | αγγελιοφόρου • | αγγελιοφόρων • |
宾格 | αγγελιοφόρο • | αγγελιοφόρους • |
呼格 | αγγελιοφόρε • | αγγελιοφόροι • |
相关词汇
编辑- 参见:άγγελος m (ángelos, “天使,信使”)