αδιάκοπος
希臘語
编辑形容詞
编辑αδιάκοπος (adiákopos) m (陰性 αδιάκοπη,中性 αδιάκοπο)
變格
编辑 αδιάκοπος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αδιάκοπος • | αδιάκοπη • | αδιάκοπο • | αδιάκοποι • | αδιάκοπες • | αδιάκοπα • |
屬格 | αδιάκοπου • | αδιάκοπης • | αδιάκοπου • | αδιάκοπων • | αδιάκοπων • | αδιάκοπων • |
賓格 | αδιάκοπο • | αδιάκοπη • | αδιάκοπο • | αδιάκοπους • | αδιάκοπες • | αδιάκοπα • |
呼格 | αδιάκοπε • | αδιάκοπη • | αδιάκοπο • | αδιάκοποι • | αδιάκοπες • | αδιάκοπα • |
近義詞
编辑- αδιάλειπτος (adiáleiptos, “不斷的”)