αδιάκοπος

希腊语

编辑

形容词

编辑

αδιάκοπος (adiákoposm (阴性 αδιάκοπη,中性 αδιάκοπο)

  1. 连续的,持续的,不断
  2. 永久

变格

编辑

近义词

编辑