αμπελοκαλλιέργεια
希臘語 编辑
名詞 编辑
αμπελοκαλλιέργεια (ampelokalliérgeia) f (复数 αμπελοκαλλιέργειες)
變格 编辑
αμπελοκαλλιέργεια的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αμπελοκαλλιέργεια • | αμπελοκαλλιέργειες • |
屬格 | αμπελοκαλλιέργειας • | αμπελοκαλλιεργειών • |
賓格 | αμπελοκαλλιέργεια • | αμπελοκαλλιέργειες • |
呼格 | αμπελοκαλλιέργεια • | αμπελοκαλλιέργειες • |
近義詞 编辑
- αμπελοκομία f (ampelokomía)
- αμπελουργία f (ampelourgía)
相關詞彙 编辑
- 參見:αμπέλι n (ampéli)