αμπελοκαλλιέργεια

希臘語 編輯

名詞 編輯

αμπελοκαλλιέργεια (ampelokalliérgeiaf (複數 αμπελοκαλλιέργειες)

  1. (葡萄酒) 葡萄栽培

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯

拓展閱讀 編輯