希臘語

编辑

詞源

编辑

鄂圖曼土耳其語 عادت (adet)。最终源自阿拉伯語 عَادَة (ʕāda)[1] [2]

發音

编辑

名詞

编辑

αντέτι (antétin (复数 αντέτια)

  1. (粗俗罕用) 習慣風俗不成文規定
    το ’χουν αντέτιto ’choun antéti他們有這樣一種風俗

近義詞

编辑

參考資料

编辑
  1. αντέτι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. Dimitrakos, Dimitrios B. (1964年) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (希臘語),Athens:Hellenic Paideia