αξεδιάλεχτος
希臘語
编辑形容詞
编辑αξεδιάλεχτος (axediálechtos) m (陰性 αξεδιάλεχτη,中性 αξεδιάλεχτο)
變格
编辑 αξεδιάλεχτος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | αξεδιάλεχτος • | αξεδιάλεχτη • | αξεδιάλεχτο • | αξεδιάλεχτοι • | αξεδιάλεχτες • | αξεδιάλεχτα • |
屬格 | αξεδιάλεχτου • | αξεδιάλεχτης • | αξεδιάλεχτου • | αξεδιάλεχτων • | αξεδιάλεχτων • | αξεδιάλεχτων • |
賓格 | αξεδιάλεχτο • | αξεδιάλεχτη • | αξεδιάλεχτο • | αξεδιάλεχτους • | αξεδιάλεχτες • | αξεδιάλεχτα • |
呼格 | αξεδιάλεχτε • | αξεδιάλεχτη • | αξεδιάλεχτο • | αξεδιάλεχτοι • | αξεδιάλεχτες • | αξεδιάλεχτα • |
相關詞彙
编辑- 參見:διαλέγω (dialégo, “選擇,挑選”)