αξεδιάλεχτος

希腊语

编辑

形容词

编辑

αξεδιάλεχτος (axediálechtosm (阴性 αξεδιάλεχτη,中性 αξεδιάλεχτο)

  1. 分类的,未经过挑选

变格

编辑

相关词汇

编辑