希臘語 编辑

其他寫法 编辑

詞源 编辑

繼承自古希臘語 ἀπατῶ (apatô),縮音自ἀπατάω (apatáō)

發音 编辑

斷字:α‧πα‧τώ

動詞 编辑

απατώ (apató) / απατάω (過去簡單式 απάτησα被動語態 απατώμαι/απατιέμαι被動過去 απατήθηκα被動完成分詞 απατημένος)

  1. (用被動態 απατιέμαι (apatiémai))
    1. 欺騙欺詐欺瞞
      近義詞: εξαπατώ (exapató)
    2. 外遇腳踏兩只船,對……不忠
      Η γυναίκα του τον απατούσε δύο χρόνια.
      I gynaíka tou ton apatoúse dýo chrónia.
      她老婆背著他搞了兩年外遇
  2. (用被動態 απατώμαι (apatómai)) 出錯
    Η μνήμη μου ποτέ δεν με απατά.
    I mními mou poté den me apatá.
    我的記憶不會出錯。
    αν δεν απατώμαιan den apatómai如果我沒記錯的話 (字面意思是「如果我的記憶沒有騙我的話」)

變位 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑