希腊语

编辑

形容词

编辑

αφύσικος (afýsikosm (陰性 αφύσικη,中性 αφύσικο)

  1. 不自然的,不正常
    反義詞:φυσικός (fysikós)φυσιολογικός (fysiologikós)

变格

编辑