αφύσικος
希腊语
编辑形容词
编辑αφύσικος (afýsikos) m (阴性 αφύσικη,中性 αφύσικο)
- 不自然的,不正常的
- 反义词:φυσικός (fysikós)、φυσιολογικός (fysiologikós)
变格
编辑 αφύσικος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | αφύσικος • | αφύσικη • | αφύσικο • | αφύσικοι • | αφύσικες • | αφύσικα • |
属格 | αφύσικου • | αφύσικης • | αφύσικου • | αφύσικων • | αφύσικων • | αφύσικων • |
宾格 | αφύσικο • | αφύσικη • | αφύσικο • | αφύσικους • | αφύσικες • | αφύσικα • |
呼格 | αφύσικε • | αφύσικη • | αφύσικο • | αφύσικοι • | αφύσικες • | αφύσικα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο αφύσικος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο αφύσικος) |