希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 γέρανος (géranos, )

名詞

编辑

γερανός (geranósm (复数 γερανοί)

  1. 起重機
    ανυψωτικός γερανόςanypsotikós geranós起重吊車
  2. 絞車

變格

编辑

參見

编辑

拓展閱讀

编辑