希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἐρῳδιός (erōidiós)

名詞 编辑

ερωδιός (erodiósm (复数 ερωδιοί)

  1. 白鷺

變格 编辑

同類詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑