γυναίκα
希腊语 编辑
詞源 编辑
源自中古希臘語 γυναίκα (gunaíka) ← 古希臘語 γυνή, γυναῖκα (gunḗ, gunaîka) ← 原始印歐語 *gʷḗn (“女人”)。與特薩克尼恩語 γουναίκα (gounaíka)、卡帕多細亞希臘語 ναίκα (naíka)同源。
读音 编辑
名词 编辑
γυναίκα (gynaíka) f (复数 γυναίκες)
变格 编辑
γυναίκα的變格
近義詞 编辑
- (女人): κυρία f (kyría)
- (妻子): παντρεμένη f (pantreméni)
- (妻子): σύζυγος m 或 f (sýzygos)
反義詞 编辑
- (妻子, 女人): άνδρας m (ándras, “男人,丈夫”)
- (妻子): παντρεμένος m (pantreménos, “丈夫”)