希臘語 编辑

名詞 编辑

εκατοστό (ekatostón (复数 εκατοστά)

  1. 百分之一
  2. (口語) 釐米公分

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

形容詞 编辑

εκατοστό (ekatostó)

  1. εκατοστός (ekatostós)賓格單數陽性形式。
  2. εκατοστός (ekatostós)主格賓格呼格單數中性形式。