εκατοστόμετρο

希臘語

编辑

名詞

编辑

εκατοστόμετρο (ekatostómetron (复数 εκατοστόμετρα)

  1. 釐米公分

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑