εκατοστόμετρο
希臘語 编辑
名詞 编辑
εκατοστόμετρο (ekatostómetro) n (复数 εκατοστόμετρα)
變格 编辑
εκατοστόμετρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | εκατοστόμετρο • | εκατοστόμετρα • |
屬格 | εκατοστόμετρου • εκατοστομέτρου • | εκατοστόμετρων • εκατοστομέτρων • |
賓格 | εκατοστόμετρο • | εκατοστόμετρα • |
呼格 | εκατοστόμετρο • | εκατοστόμετρα • |
近義詞 编辑
- εκατοστό n (ekatostó) 〈口〉
相關詞彙 编辑
- 參見:εκατό n (ekató, “一百”)
拓展閱讀 编辑
- Appendix:希臘語數字
- εκατοστόμετρο在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el