εμπορικός
希臘語
编辑形容詞
编辑εμπορικός (emporikós) m (陰性 εμπορική,中性 εμπορικό)
變格
编辑 εμπορικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | εμπορικός | εμπορική | εμπορικό | εμπορικοί | εμπορικές | εμπορικά |
屬格 | εμπορικού | εμπορικής | εμπορικού | εμπορικών | εμπορικών | εμπορικών |
賓格 | εμπορικό | εμπορική | εμπορικό | εμπορικούς | εμπορικές | εμπορικά |
呼格 | εμπορικέ | εμπορική | εμπορικό | εμπορικοί | εμπορικές | εμπορικά |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο εμπορικός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο εμπορικός) |
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | εμπορικότερος • | εμπορικότερη • | εμπορικότερο • | εμπορικότεροι • | εμπορικότερες • | εμπορικότερα • |
屬格 | εμπορικότερου • | εμπορικότερης • | εμπορικότερου • | εμπορικότερων • | εμπορικότερων • | εμπορικότερων • |
賓格 | εμπορικότερο • | εμπορικότερη • | εμπορικότερο • | εμπορικότερους • | εμπορικότερες • | εμπορικότερα • |
呼格 | εμπορικότερε • | εμπορικότερη • | εμπορικότερο • | εμπορικότεροι • | εμπορικότερες • | εμπορικότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο εμπορικότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | εμπορικότατος • | εμπορικότατη • | εμπορικότατο • | εμπορικότατοι • | εμπορικότατες • | εμπορικότατα • |
屬格 | εμπορικότατου • | εμπορικότατης • | εμπορικότατου • | εμπορικότατων • | εμπορικότατων • | εμπορικότατων • |
賓格 | εμπορικότατο • | εμπορικότατη • | εμπορικότατο • | εμπορικότατους • | εμπορικότατες • | εμπορικότατα • |
呼格 | εμπορικότατε • | εμπορικότατη • | εμπορικότατο • | εμπορικότατοι • | εμπορικότατες • | εμπορικότατα • |
相關詞彙
编辑- 參見:εμπόριο n (empório, “商業,貿易”)