εμπορικός

希腊语 编辑

形容词 编辑

εμπορικός (emporikósm (阴性 εμπορική,中性 εμπορικό)

  1. 商业的,贸易
    反义词: αντιεμπορικός (antiemporikós)
  2. (贬义) 质量

变格 编辑

相关词汇 编辑