εφοπλιστής
希臘語 编辑
詞源 编辑
εφοπλ- (efopl-, “存有船”) + -ιστής (-istís)。最早見於1840年。
名詞 编辑
εφοπλιστής (efoplistís) m (复数 εφοπλιστές,阴性 εφοπλίστρια)
- (航海) 船主
變格 编辑
εφοπλιστής的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | εφοπλιστής • | εφοπλιστές • |
屬格 | εφοπλιστή • | εφοπλιστών • |
賓格 | εφοπλιστή • | εφοπλιστές • |
呼格 | εφοπλιστή • | εφοπλιστές • |
相關詞彙 编辑
- 參見:πλοίο n (ploío, “船”)