εφοπλιστής

希腊语 编辑

词源 编辑

εφοπλ- (efopl-, 存有船) +‎ -ιστής (-istís)。最早见于1840年。

名词 编辑

εφοπλιστής (efoplistísm (复数 εφοπλιστές,阴性 εφοπλίστρια)

  1. (航海) 船主

变格 编辑

相关词汇 编辑