首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κεράκι
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
希臘語
编辑
詞源
编辑
κερ
(
ker
,
“
蠟燭
”
)
+
-άκι
(
-áki
,
指小後綴
)
名詞
编辑
κεράκι
(
keráki
)
n
(复数
κεράκια
)
κερί
(
kerí
)
的
指小詞
:小
蠟燭
變格
编辑
κεράκι的變格
單數
複數
主格
κεράκι
•
κεράκια
•
屬格
κερακιού
•
κερακιών
•
賓格
κεράκι
•
κεράκια
•
呼格
κεράκι
•
κεράκια
•