κερί
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 κηρίον (kēríon),κηρός (kērós)的指小詞。
發音
编辑名詞
编辑κερί (kerí) n (复数 κεριά)
變格
编辑派生詞
编辑- αγιοκέρι n (agiokéri, “教堂蠟燭”)
- αλειμματοκέρι n (aleimmatokéri, “脂燭”)
- βουλοκέρι n (voulokéri, “封蠟”)
- δικέρι n (dikéri, “雙燭臺”)
- κεράκι n (keráki, “小蠟燭”)
- κέρινος m (kérinos, “蠟質的”)
- τρικέρι n (trikéri, “三燭臺”)
- ψαλιδοκέρι n (psalidokéri)
拓展閱讀
编辑- κερί in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.