古希腊语

编辑

词源

编辑

源自κλεπ-κλέπτω (kléptō, 盗窃)的词根, +‎ -της (-tēs, 阳性施动后缀)

发音

编辑
 

名词

编辑

κλέπτης (kléptēsm (屬格 κλέπτου); 一類變格 (史詩阿提卡通用)

  1. 盗窃
    • 1 Thessalonians, 5 2:
      Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται.
      Perì dè tôn khrónōn kaì tôn kairôn, adelphoí, ou khreían ékhete humîn gráphesthai; autoì gàr akribôs oídate hóti hē hēméra Kuríou hōs kléptēs en nuktì hoútōs érkhetai.
  2. 骗人的人

变格

编辑

近义词

编辑

派生語彙

编辑
  • 英語: klepton

参考资料

编辑