首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κλειστός
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
形容詞
1.2.1
變格
1.2.2
相關詞彙
希臘語
编辑
詞源
编辑
κλείνω
(
kleíno
,
“
關閉
”
)
的被動分詞。
形容詞
编辑
κλειστός
(
kleistós
)
m
(陰性
κλειστή
,中性
κλειστό
)
關閉
的
(
語音學
,
音系學
)
阻礙
的,
阻塞
的
變格
编辑
κλειστός 的變格
數
格 / 性
單數
複數
陽性
陰性
中性
陽性
陰性
中性
主格
κλειστός
κλειστή
κλειστό
κλειστοί
κλειστές
κλειστά
屬格
κλειστού
κλειστής
κλειστού
κλειστών
κλειστών
κλειστών
賓格
κλειστό
κλειστή
κλειστό
κλειστούς
κλειστές
κλειστά
呼格
κλειστέ
κλειστή
κλειστό
κλειστοί
κλειστές
κλειστά
相關詞彙
编辑
κατάκλειστος
(
katákleistos
,
“
完全關閉的
”
)