κλείνω
希臘語
编辑詞源
编辑源自中古希臘語 κλείνω (kleínō),源自古希臘語 κλείω (kleíō),源自原始希臘語 *klāyyō,源自原始印歐語 *kleh₂uyeti,源自*kleh₂u-.
發音
编辑動詞
编辑κλείνω (kleíno) (過去簡單式 έκλεισα,被動語態 κλείνομαι)
- (及物) 關,關上
- Κλείνω την πόρτα.
- Kleíno tin pórta.
- 我關上門。
- (不及物) 關閉
- Η αυτόματη πόρτα θα κλείσει μετά από 10 δευτερόλεπτα.
- I aftómati pórta tha kleísei metá apó 10 defterólepta.
- 自動門會在10秒鐘後關閉。
- (及物) 關閉(電器)
- Έκλεισα την τηλεόραση.
- Ékleisa tin tileórasi.
- 我關了電視。
- Κλείσε σε παρακαλώ τον υπολογιστή.
- Kleíse se parakaló ton ypologistí.
- 請關閉電腦。
- (及物) 封閉,封鎖
- Η αστυνομία έκλεισε το δρόμο για το αεροδρόμιο.
- I astynomía ékleise to drómo gia to aerodrómio.
- 警方封鎖了通往機場的道路。
- (及物) 預訂
- Έκλεισα τραπέζι στο εστιατόριο.
- Ékleisa trapézi sto estiatório.
- 我在飯店預訂了一桌位置。
- (指時間、年齡) 達到,有
- Χθες έκλεισα τα τριάντα.
- Chthes ékleisa ta triánta.
- 昨天我三十歲了。
- (被動形) 參見κλείνομαι (kleínomai)
使用注意
编辑- 古語形κλείω (kleío)僅見於部分複合詞。
變位
编辑κλείνω κλείνομαι
近義詞
编辑反義詞
编辑- ανοίγω (anoígo, “打開”)
派生詞
编辑- ανοιγοκλείνω (anoigokleíno, “開關”)
- ανοιγοκλείσιμο (anoigokleísimo, “眨眼,開關”)
- κλεισμένος (kleisménos, “關閉的”, 分詞)
- ξανακλείνω (xanakleíno, “再次關閉”)
相關詞彙
编辑- ακλείδωτος (akleídotos, “未上鎖的”)
- άκλειστος (ákleistos, “未關閉的”)
- αποκλεισμός f (apokleismós, “封鎖,排除”)
- αποκλείω (apokleío, “封鎖,組織,排除”)
- εγκλείω (egkleío, “包圍,把……關在裡面”)
- εμπερικλείω (emperikleío, “包含,含有”)
- εσωκλείω (esokleío, “圍在裡面”)
- κατάκλειστος (katákleistos, “完全關閉的”)
- κεκλεισμένος (kekleisménos, “關閉的”, 分詞) (正式)
- κεκλεισμένων των θυρών (kekleisménon ton thyrón, “behind closed doors”) (正式)
- κλειδαριά f (kleidariá, “鎖”)
- κλειδί n (kleidí, “鑰匙”)
- κλειδώνω (kleidóno, “鎖上”)
- κλεισμένος (kleisménos, “關閉的”, 分詞)
- κλεισούρα f (kleisoúra, “山口;霉味”)
- κλειστο- (kleisto-)
- κλειστός (kleistós, “關上的”)
- κλείστρο n (kleístro, “炮閂”)
- κλείω (kleío, “關”) 〈古〉
- περικλείω (perikleío, “包圍”)