首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κρανίο
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
發音
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
相關詞彙
1.2.3
參見
希臘語
编辑
發音
编辑
國際音標
(
幫助
)
:
/kɾaˈni.o/
名詞
编辑
κρανίο
(
kranío
)
n
(复数
κρανία
)
(
解剖學
)
顱骨
,
頭骨
變格
编辑
κρανίο的變格
單數
複數
主格
κρανίο
•
κρανία
•
屬格
κρανίου
•
κρανίων
•
賓格
κρανίο
•
κρανία
•
呼格
κρανίο
•
κρανία
•
相關詞彙
编辑
κράνος
n
(
krános
,
“
頭盔
”
)
ημικρανία
f
(
imikranía
,
“
偏頭痛
”
)
參見
编辑
νεκροκεφαλή
f
(
nekrokefalí
,
“
頭骨,骷髏頭
”
)
κρόταφος
m
(
krótafos
,
“
顳
”
)
μέτωπο
n
(
métopo
,
“
額頭
”
)