希臘語

编辑

詞源

编辑

源自 ξέκωλος (xékolos)

發音

编辑

形容詞

编辑

ξεκωλιάρης (xekoliárism (陰性 ξεκωλιάρα,中性 ξεκωλιάρικο)

  1. (口語) 非常走運尤指在遊戲中
    Νίκησε πάλι το παιχνίδι αυτός ο ξεκωλιάρης ο νεαρός.
    Níkise páli to paichnídi aftós o xekoliáris o nearós.
    那個走了狗屎運的小癟三又贏了。

變格

编辑

名詞

编辑

ξεκωλιάρης (xekoliárism (复数 ξεκωλιάρηδες,阴性 ξεκωλιάρα)

  1. (口語冒犯) 混賬
    Μου ’σπασες το αμάξι, ρε ξεκωλιάρη!
    Mou ’spases to amáxi, re xekoliári!
    你弄壞了我的車,你這個混賬東西

變格

编辑

相關詞彙

编辑