ξεκωλιάρης
希腊语 编辑
词源 编辑
源自 ξέκωλος (xékolos)。
发音 编辑
形容词 编辑
ξεκωλιάρης (xekoliáris) m (阴性 ξεκωλιάρα,中性 ξεκωλιάρικο)
- (口语) 非常走运的 (尤指在游戏中)
- Νίκησε πάλι το παιχνίδι αυτός ο ξεκωλιάρης ο νεαρός.
- Níkise páli to paichnídi aftós o xekoliáris o nearós.
- 那个走了狗屎运的小瘪三又赢了。
变格 编辑
ξεκωλιάρης 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ξεκωλιάρης • | ξεκωλιάρα • | ξεκωλιάρικο • | ξεκωλιάρηδες • | ξεκωλιάρες • | ξεκωλιάρικα • |
属格 | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρας • | ξεκωλιάρικου • | ξεκωλιάρηδων • | — | ξεκωλιάρικων • |
宾格 | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρα • | ξεκωλιάρικο • | ξεκωλιάρηδες • | ξεκωλιάρες • | ξεκωλιάρικα • |
呼格 | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρα • | ξεκωλιάρικο • | ξεκωλιάρηδες • | ξεκωλιάρες • | ξεκωλιάρικα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο ξεκωλιάρης) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ξεκωλιάρης) |
名词 编辑
ξεκωλιάρης (xekoliáris) m (复数 ξεκωλιάρηδες,阴性 ξεκωλιάρα)
变格 编辑
ξεκωλιάρης的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ξεκωλιάρης • | ξεκωλιάρηδες • |
属格 | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρηδων • |
宾格 | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρηδες • |
呼格 | ξεκωλιάρη • | ξεκωλιάρηδες • |