παιδιάστικος

希臘語 编辑

形容詞 编辑

παιδιάστικος (paidiástikosm (陰性 παιδιάστικη,中性 παιδιάστικο)

  1. 幼稚的,不成熟

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

參見:παιδί n (paidí, 孩子,小孩)