παιδιάστικος
希腊语
编辑形容词
编辑παιδιάστικος (paidiástikos) m (阴性 παιδιάστικη,中性 παιδιάστικο)
变格
编辑 παιδιάστικος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | παιδιάστικος • | παιδιάστικη • | παιδιάστικο • | παιδιάστικοι • | παιδιάστικες • | παιδιάστικα • |
属格 | παιδιάστικου • | παιδιάστικης • | παιδιάστικου • | παιδιάστικων • | παιδιάστικων • | παιδιάστικων • |
宾格 | παιδιάστικο • | παιδιάστικη • | παιδιάστικο • | παιδιάστικους • | παιδιάστικες • | παιδιάστικα • |
呼格 | παιδιάστικε • | παιδιάστικη • | παιδιάστικο • | παιδιάστικοι • | παιδιάστικες • | παιδιάστικα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο παιδιάστικος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο παιδιάστικος) |
近义词
编辑- παιδικός (paidikós)
相关词汇
编辑- 参见:παιδί n (paidí, “孩子,小孩”)