χαζομάρα
希臘語
编辑其他形式
编辑- χαζαμάρα (chazamára)
詞源
编辑源自χαζο- (chazo-, “愚蠢的”) + -μάρα (-mára, 陰性後綴)[1],或源自χαζ(ός) (chaz(ós)) + -ομάρα (-omára) & -αμάρα (-amára)(對變體χαζαμάρα (chazamára)的解釋)。[2]
發音
编辑名詞
编辑χαζομάρα (chazomára) f (复数 χαζομάρες)
- (口語) 愚蠢
- Η χαζομάρα αυτού του παιδιού είναι άλλο πράγμα.
- I chazomára aftoú tou paidioú eínai állo prágma.
- 这孩子的愚蠢是另外一回事。
- (口語) 愚蠢的行為;蠢話
- Μη λες χαζομάρες . ― Mi les chazomáres . ― 別說蠢話了。
- Έχω βαρεθεί τις χαζομάρες που κάνει ο θείος μου. ― Écho varetheí tis chazomáres pou kánei o theíos mou. ― 我已經厭倦了叔叔做的蠢事。
變格
编辑χαζομάρα的變格
近義詞
编辑- (愚蠢): ανοησία f (anoïsía)、σαχλαμάρα f (sachlamára)、ηλιθιότητα f (ilithiótita)、κουταμάρα f (koutamára)、βλακεία f (vlakeía)
派生詞彙
编辑- χαζομαρίτσα f (chazomarítsa) (指小詞)
- χαζομαρούλα f (chazomaroúla) (指小詞)
參考資料
编辑- ↑ s.v. "χαζός" - Template:R:Babiniotis 2010
- ↑ χαζομάρα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.