ηλιθιότητα
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 ἠλιθιότης (ēlithiótēs),等價於ηλίθιος (ilíthios, “愚蠢的”) + -ότητα (-ótita)。
發音
编辑名詞
编辑ηλιθιότητα (ilithiótita) f (复数 ηλιθιότητες)
- (精神病學,過時) 智力障礙/學習困難
- (引申,usually,以複數形式) 愚蠢的事物;廢話
- Άρχισε να λέει πάλι ηλιθιότητες.
- Árchise na léei páli ilithiótites.
- 他又開始說廢話了。
變格
编辑ηλιθιότητα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ηλιθιότητα • | ηλιθιότητες • |
屬格 | ηλιθιότητας • | ηλιθιοτήτων • |
賓格 | ηλιθιότητα • | ηλιθιότητες • |
呼格 | ηλιθιότητα • | ηλιθιότητες • |