古希臘語

编辑

詞源

编辑

源自 ἀφίστημι (aphístēmi) +‎ -της (-tēs)

發音

编辑
 

名詞

编辑

ᾰ̓ποστᾰ́της (apostátēsm (屬格 ᾰ̓ποστᾰ́του); 一類變格

  1. 背棄者,反叛
  2. (通用基督教) 放棄信仰者,背教者,叛教

變格

编辑

派生語彙

编辑
  • 希臘語: αποστάτης (apostátis)
  • 拉丁語: apostata

延伸閱讀

编辑