Κροάτισσα

希腊语 编辑

名词 编辑

Κροάτισσα (Kroátissaf (复数 Κροάτισσες,阳性 Κροάτης)

  1. 克罗地亚/克罗埃西亚人(女性)

变格 编辑

相关词汇 编辑

  • 参见:Κροατία f (Kroatía, 克罗地亚/克罗埃西亚)