Λευτεράκης

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἐλεύθερος (eleútheros, 自由)

专有名词

编辑

Λευτεράκης (Lefterákism

  1. 男性人名Ελευθεράκης (Eleftherákis)的缩略

变格

编辑

相关词汇

编辑