首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
Τούρκος
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
近义词
1.1.3
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
Τούρκος
(
Toúrkos
)
m
(复数
Τούρκοι
,阴性
Τουρκάλα
)
土耳其人
(
多指男性
)
(
口语
,
俚语
,
贬义
)
狂怒
者
(
历史
)
穆斯林
(
尤其用于鄂图曼帝国统治时期
)
变格
编辑
Τούρκος的变格
单数
复数
主格
Τούρκος
•
Τούρκοι
•
属格
Τούρκου
•
Τούρκων
•
宾格
Τούρκο
•
Τούρκους
•
呼格
Τούρκε
•
Τούρκοι
•
近义词
编辑
Τουρκαλάς
m
(
Tourkalás
,
“
土耳其人
”
)
〈
贬
〉
Τουρκαλάς
m
(
Tourkalás
,
“
土耳其人
”
)
〈
贬
〉
相关词汇
编辑
参见:
Τουρκία
f
(
Tourkía
,
“
土耳其
”
)