αγία
希腊语
编辑其他写法
编辑发音
编辑形容词
编辑αγία (agía)
名词
编辑αγία (agía) f (复数 άγιες,阳性 άγιος)(中性:άγιο)
- 圣人 (女性)
- Ζει ζωή αγίας.
- Zei zoḯ agías.
- 她过著圣人的生活。
- 参见:Αγία (Agía)
- (比喻义) 有圣人品质(如耐心、爱、虔诚)的人
- Η πεθερά μου είναι μία αγία. Πώς άντεχε το γιο της;
- I petherá mou eínai mía agía. Pós ánteche to gio tis?
- 我婆婆真是个圣人。她是怎样能忍得了她儿子的?
变格
编辑αγία的变格
相关词汇
编辑- 并参见:άγιος (ágios, “圣人”)