希腊语

编辑

名词

编辑

αγοραίο (agoraíon (复数 αγοραία)

  1. () 没有计价器出租车/计程车,车费靠司乘自行商议

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

形容词

编辑

αγοραίο (agoraío)

  1. αγοραίος (agoraíos)宾格单数阳性形式。
  2. αγοραίος (agoraíos)主格宾格呼格单数中性形式。