參見:ἀγορά

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 ἀγορά (agorá)

發音

编辑

名詞

编辑

αγορά (agoráf (复数 αγορές)

  1. (歷史) 古希臘時期的廣場集市
    Η αρχαία αγορά στην Αθήνα είναι κάτω από την Ακρόπολη.
    I archaía agorá stin Athína eínai káto apó tin Akrópoli.
    古雅典的廣場就在衛城之下。
  2. 市場集市
    Πάω στην αγορά να ψωνίσω.
    Páo stin agorá na psoníso.
    我要去市場買點東西。
  3. 購買支付
    αγορά τοις μετρητοίςagorá tois metritoís現金支付
    αγορά με δόσειςagorá me dóseis分期付款
  4. 商貿貿易
    Οι αγορές κατέρρευσαν στο κραχ.
    Oi agorés katérrefsan sto krach.
    經濟危機後,市場崩潰了。
    ελεύθερη αγοράeléftheri agorá自由市場
    αγορά εργασίαςagorá ergasías勞工市場

變格

编辑

近義詞

编辑
  • (市場) μαγαζιά n (magaziá, 商店)
  • (市場) παζάρι n (pazári, 市場,巴扎) (非正式)

反義詞

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑