αγορανόμος

希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 ἀγορανόμος (agoranómos)

名词 编辑

αγορανόμος (agoranómosm f (复数 αγορανόμοι)

  1. 市场监管

变格 编辑

相关词汇 编辑

参见:αγορά f (agorá, 市场)